- κραμβήεις
- κραμβ-ήεις, εσσα, εν,A like a cabbage, Nic.Al.330.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κραμβήεις — κραμβήεις, έσσα, εν (Α) όμοιος με κράμβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + κατάλ. ήεις (πρβλ. δενδρ ήεις, χαραδρ ήεις)] … Dictionary of Greek
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek